- άγοος
- ἄγοος, -ον (Α) [γόος]αυτός που δεν θρηνήθηκε με γόους, άκλαυτος, αμοιρολόγητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄγοος — unmourned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόκλαυτος — μονόκλαυτος, ον (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που τόν κλαίει μόνο ένας 2. (για θρήνο) αυτός που γίνεται από έναν μόνο («κεῖνος δ ὁ τάλας ἄγοος μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆς εἶσι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κλαυτός (< κλαίω),… … Dictionary of Greek